Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγία Ελένη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Αγία Ελένη (αποσαφήνιση).
Αγία Ελένη
Ισαπόστολος
Γέννησηπερ. 246-250
Ελενόπολις, Βιθυνία, Μικρά Ασία
Κοίμησηπερ. 327-30
Ρώμη
Τιμάται απόΑνατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Ανατολική Ορθοδοξία
Αγγλικανική Κοινωνία
Λουθηρανισμό
Μείζον ιερόΙερό της Αγίας Ελένης στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, Βατικανό
Εορτασμός18 Αυγούστου (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία)
21 Μαΐου (Ορθόδοξες, Αγγλικανικές, Λουθηρανικές Εκκλησίες)
19 Μαΐου (κάποιες Λουθηρανικές Εκκλησίες)
9 μήνα Pashons[σ 1] (Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία)
Σύμβολασταυρός
Προστάτηςαρχαιολόγοι, προσύλητοι, δύσκολοι γάμοι, διαζευγμένοι, αυτοκράτειρες
ΠολιούχοςΝήσος Αγίας Ελένης
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Νόμισμα της Φλαβίας Ιουλίας Ελένας, μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, I. Æ Follis (19μμ, 3.45 γρ.). Νομισματοκ. Treveri (Τριρ), κοπή 325–326 μ.Χ.

Η Φλαβία Ιουλία Ελένη, (λατ.: Flavia Iulia Helena Augusta, 248/9 - 328/9) επίσης γνωστή ως Αγία Ελένη, Ελένη Αυγούστα και Ελένη της Κωνσταντινουπόλεως, ήταν Ελληνίδα Μικρασιάτισσα αυτοκράτειρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Καταγόταν από εύπορη τάξη της ελληνικής πόλης Δρέπανο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας και έγινε σύζυγος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνστάντιου Χλωρού.

Γέννηση και καταγωγή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελένη γεννήθηκε το 248 ή το 249 .στο Δρέπανο (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολις (ή Ελενούπολις), για να τιμήσει τη μητέρα του. Τη χρονολογία γέννησης τη συμπεραίνουμε από την πληροφορία που δίνει ο Ευσέβιος της Καισαρείας (VC., 3.46) ότι η Ελένη πέθανε σε ηλικία 80 χρονών, σε συνδυασμό με άλλα ιστορικά στοιχεία.

Ο πατέρας της ήταν ξενοδόχος. Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων (De obit. Theod.,42) την αποκαλεί «stabularia», γυναίκα δηλαδή η οποία εργαζόταν σε πανδοχείο (χαρακτηρισμός μάλλον με αρνητική απόχρωση την εποχή εκείνη), ενώ ο Φιλοστόργιος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία (Hist. Eccl., 2.16) την κατηγορεί ότι ήταν «κοινή γυναίκα», όχι πολύ διαφορετική από τις πόρνες (Zosimus, Historia nova 2.9.2; Philostorgius, Historia ecclesiastica 2.16a). Ο Ευτρόπιος (Breviarium 10.2) αναφέρει ότι γεννήθηκε «ex obscuriore matrimonio», δηλαδή είναι εντελώς άγνωστες οι μητρικές της καταβολές. .

Η πληροφορία που δίνουν ορισμένοι Άγγλοι χρονογράφοι του Μεσαίωνα, ότι δηλαδή η Ελένη ήταν Βρετανίδα πριγκίπισσα, κόρη βασιλιά, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ιστορικά ανυπόστατη. Μάλλον οφείλεται σε λανθασμένη ερμηνεία κάποιας φράσης του Κωνσταντίνου: Στο τέταρτο κεφάλαιο του πανηγυρικού λόγου, που εκφώνησε ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά τους γάμους του με τη Φαύστα, αναφέρει ότι ο ίδιος τιμούσε τη Βρετανία «oriendo», δηλαδή από την αρχή, από τα πρώτα του χρόνια. Πιθανόν, θεωρήθηκε ότι στο σημείο αυτό αναφερόταν στη γέννησή του, στην πραγματικότητα όμως ο Κωνσταντίνος αναφερόταν στις απαρχές της βασιλείας του, η οποία ξεκίνησε στη Βρετανία (στο Γιορκ ανακηρύχθηκε Καίσαρας).

Κωνστάντιος και γέννηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν είναι γνωστό πότε γνώρισε για πρώτη φορά τον Κωνστάντιο[1]. Ο ιστορικός Τίμοθι Μπαρνς έχει προτείνει ότι ο Κωνστάντιος, όταν υπηρετούσε τον Αυτοκράτορα Αυρηλιανό, θα μπορούσε να την είχε γνωρίσει ενώ ήταν στρατοπεδευμένος στη Μικρά Ασία σε εκστρατεία εναντίον της Ζηνοβίας. Λέγεται ότι όταν γνωρίστηκαν, φορούσαν πανομοιότυπα ασημένια βραχιόλια. Ο Κωνστάντιος είδε σε αυτήν το άλλο μισό του, που του έστειλε ο Θεός. Ο Barnes επισημαίνει έναν επιτάφιο στη Νικομήδεια ενός των υπασπιστών του Αυρηλιανού, που θα μπορούσε να υποδηλώνει την παρουσία του αυτοκράτορα στην περιοχή της Βιθυνίας λίγο μετά το 270[2]. Η ακριβής νομική φύση της σχέσης μεταξύ της Ελένης και του Κωνστάντιου επίσης δεν είναι γνωστή. Οι πηγές είναι ασαφείς σε αυτό το σημείο, άλλοτε αποκαλώντας την Ελένη "σύζυγο" του Κωνστάντιου, και κάποιες φορές, ακολουθώντας την απορριπτική προπαγάνδα του αντιπάλου του Κωνστάντιου Μαξέντιου[3], αποκαλώντας την "παλλακίδα" του[1]. Ο Ιερώνυμος, προφανώς μπερδεμένος από την ασαφή ορολογία των δικών του πηγών, την αποκαλεί και με τους δύο τρόπους[4].

Κάποιοι μελετητές, όπως ο ιστορικός Γιαν Ντίβερς, ισχυρίζονται ότι ο Κωνστάντιος και η Ελένη ήταν μαζί με συμβίωση αναγνωρισμένη de facto, αλλά όχι με τον νόμο[5]. Άλλοι, όπως ο Τίμοθι Μπαρνς, ισχυρίζονται ότι είχαν μεταξύ τους επίσημο γάμο, με βάση ότι οι πηγές που το ισχυρίζονται αυτό είναι πιο αξιόπιστες[6].

Η Ελένη γέννησε τον μελλοντικό αυτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντίνο στις 27 Φεβρουαρίου με αβέβαιο έτος λίγο μετά το 270[7] (πιθανόν γύρω στο 272)[8]. Εκείνη την εποχή ήταν στην Ναϊσσό (Νις)[9]. Προκειμένου να έχει μία γυναίκα πιο αρμόζουσα στο κύρος του, ο Κωνστάντιος χώρισε την Ελένη κάποια στιγμή πριν το 289 και παντρεύτηκε τη Φλαβία Μαξιμιανή Θεοδώρα, κόρη του Μαξιμιανού.[10] Οι αφηγηματικές πηγές χρονολογούν το γάμο το 293, αλλά η συλλογή Panegyrici Latini (ελληνικά: Λατινικά Πανηγυρικά, μια συλλογή από δώδεκα αρχαίες ρωμαϊκές και ύστερες πανηγυρικές πεζογραφικές εκφράσεις γραμμένες στα λατινικά) του 289 αναφέρεται στο ζευγάρι ως νιόπαντρο.[11] Η Ελένη και ο γιος της στάλθηκαν στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, όπου ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε ως μέλος του στενού κύκλου της Αυλής. Η Ελένη δεν ξαναπαντρεύτηκε, και έζησε για κάποιο καιρό στην αφάνεια, αν και κοντά στο μοναχογιό της, ο οποίος είχε μεγάλο σεβασμό και αγάπη γι' αυτήν.

Η Ελένη στην αυλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, 14ος αι., Εθνικό Μουσείο Νυρεμβέργης.

Αυτό το κενό στις πληροφορίες, που αφορούν τη ζωή της Ελένης, διακόπτεται το 306. Τότε ο Κωνσταντίνος, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανακηρύσσεται από τους στρατιώτες στο Εβόρακον (σημερινό York) της Βρετανίας ως Καίσαρας, οπότε και καλεί τη μητέρα του κοντά του. Έτσι, η Ελένη βρίσκεται στην αυλή του γιου της στους Τρεβήρους (σημερινό Trier της Γερμανίας) και στη Ρώμη. Σχετικές ενδείξεις για τη διαμονή της στη γερμανική επαρχία της Αυτοκρατορίας αποτελούν τα ερείπια και οι τοιχογραφίες του ανακτόρου της πόλης Τρηρ. Στη Ρώμη μετέβη πιθανόν μετά τη νίκη του Μ. Κωνσταντίνου στη Μιλβία Γέφυρα, όπου ηττήθηκε ο Μαξέντιος.

Έζησε από κοντά όλη την πορεία του Κωνσταντίνου (Καίσαρας, Αύγουστος, Αυτοκράτορας) και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, το περίφημο όραμα του μεγάλου Κωνσταντίνου το 312, πριν τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας: το φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Τότε, η Ελένη πρέπει να έλαβε το χριστιανικό βάπτισμα, σε ηλικία 60 περίπου ετών, έπειτα από πολυετή κατήχηση, προετοιμασία και αφοσίωση στα διδάγματα του χριστιανισμού. Αντιμετωπίζεται με πολύ σκεπτικισμό η πληροφορία που μας δίνει ο Ευσέβιος (VC, 3.47), ότι ήταν ο Κωνσταντίνος που οδήγησε την Ελένη στο χριστιανισμό, κυρίως αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος, όσο κι αν προστάτεψε το Χριστιανισμό και σταμάτησε τους διωγμούς, ασπάστηκε τη νέα θρησκεία πολύ αργότερα στη ζωή του και βαπτίστηκε χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του.

Στην αυτοκρατορική Αυλή, η Ελένη πρέπει να κατείχε εξέχουσα θέση. Ήδη πριν το 324, ο Μέγας Κωνσταντίνος της είχε απονείμει τον τίτλο της Nobilissma Femina και έκοψε νομίσματα με τη μορφή της. Μετά το 324, και αφού νίκησε τον αντίπαλό του Λικίνιο, την ονόμασε Αυγούστα. Ακόμη, στον Φόρο (Forum, Αγορά) της Κωνσταντινούπολης, ύψωσε τις στήλες «Κωνσταντίνου και Ελένης». Της παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου της έκτισε και έναν ωραίο ναό. Εκεί η Ελένη ζούσε μια διακριτική ζωή, αφιερωμένη σε φιλανθρωπικά έργα και στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Υπέδειξε μάλιστα στον γιο της να ιδρύσει δημόσια πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία (κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σύγχρονο όρο «κρατική πρόνοια», του οποίου σκαπανέας φαίνεται ότι υπήρξε η Ελένη).

Το ταξίδι της στους Αγίους Τόπους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ που ιδρύθηκε από την Αγία Ελένη στη Σύλλη Ικονίου της Μικράς Ασίας το 327.

Τη θέση της όμως στην Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη, στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός. To 327 μ.Χ. η Ελένη καθοδόν προς την Ιερουσαλήμ σταμάτησε στη Σύλλη Ικονίου της Μικράς Ασίας. Εκεί υπήρχαν λαξευμένοι ναοί των πρώτων χριστιανικών εποχών και αποφάσισε να χτίσει έναν ναό στη Σύλλη για τους χριστιανούς αφιερωμενο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ο Ναός σώζεται μέχρι σήμερα.[12] Στο διάστημα αυτό (δηλαδή από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο μέχρι και την αναχώρησή της), έζησε τα γεγονότα του θανάτου του εγγονού της καίσαρα Κρίσπου, μεγαλύτερου γιου του Μ. Κωνσταντίνου και της δεύτερης συζύγου του Μ. Κωνσταντίνου, Φαύστας, μητριάς του Κρίσπου, που αμφότεροι θανατώθηκαν. Μολονότι δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο, σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Βίκτωρα Σέξτο Αυρήλιο (Caes. 41.11-12), η εκτέλεση του Κρίσπου έγινε κατά διαταγή του πατέρα του, Μεγάλου Κωνσταντίνου, έπειτα από κατηγορία της Φαύστας ότι ο Κρίσπος τη βίασε ή αποπειράθηκε να τη βιάσει. Καθώς η Ελένη επέκρινε αυστηρότατα τον γιο της για τη σκληρή πράξη του και τον ώθησε να ερευνήσει περαιτέρω τις κατηγορίες που ειπώθηκαν εις βάρος του Κρίσπου, ο Κωνσταντίνος, σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, διέταξε την εκτέλεση και της γυναίκας του Φαύστας (πρβλ. τα λήμματα «Κρίσπος» και «Φαύστα»). Υπάρχει και η εκδοχή, ο Κωνσταντίνος να παρέδωσε τη Φαύστα στη διάθεση της Ελένης προκειμένου να αποφασίσει η ίδια την τιμωρία της, αν και δεν είναι απολύτως βέβαιο αν η Ελένη ήταν στη Ρώμη, όταν εκτελέστηκε η Φαύστα ή είχε ήδη αναχωρήσει για τους Αγίους Τόπους. Πάντως, ένα κίνητρο ακόμη που της αποδίδεται για τη δύσκολη αυτή περιοδεία, είναι η συγχώρεση που ζητούσε από τον Θεό για τις πράξεις του γιου της (πρέπει να είναι η μοναδική περίοδος που οι σχέσεις του Κωνσταντίνου και της μητέρας του διήλθαν κρίση, χωρίς όμως να άρει και την εύνοιά του από το πρόσωπό της).

Ο Ευσέβιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ταξίδι της Ελένης (VC, 3.42-47). Το παρουσιάζει ως ένα ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Ελένη επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες, ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και ιδρύοντας μονές. Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί όμως εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κίνητρα της Ελένης πήγαζαν αποκλειστικά από τη θερμή χριστιανική της πίστη. Είναι πιθανόν, το κύρος του μεγάλου Κωνσταντίνου να είχε κλονιστεί μετά από την υιοκτονία και συζυγοκτονία που είχε διαπράξει. Έτσι, σκοπός της Ελένης ίσως ήταν να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των κατοίκων στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Μπορεί η απόφαση της Ελένης να οφείλεται σε όλους τους προαναφερθέντες λόγους. Το γεγονός όμως ότι σε τόσο μεγάλη ηλικία (πρέπει να ήταν περίπου 78 χρονών, όταν ξεκίνησε την περιοδεία της) ανέλαβε μία τόσο κοπιαστική αποστολή, καταδεικνύει μία γυναίκα με εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα και ισχυρή θέληση.

Στη Βηθλεέμ και τον Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, αφού έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από τον Γολγοθά, η Ελένη ανέγειρε με αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης (στη Βηθλεέμ) και της Ανάστασης (στο λόφο του Γολγοθά), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.

Η Ελένη και η εύρεση του Τιμίου Σταυρού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγάλη δόξα της Ελένης, μεταξύ προπάντων των χριστιανικών πληθυσμών, οφείλεται στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού. Οι ιστορικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η παράδοση αυτή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Ευσέβιος, παρόλο που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τα έργα της Ελένης στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφέρει την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού. Από τα γραπτά του αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι τεμάχιο του ιερού κειμηλίου βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα στα τέλη του 340. Ο ίδιος Πατριάρχης, μετά το 351, γράφει στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ο Σταυρός ανακαλύφθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, δεν αναφέρει όμως ποιος τον βρήκε (Ep. ad Const., 3 PG 33, 1168B). Ο Ρουφίνος είναι εκείνος, που στη δική του «Εκκλησιαστική Ιστορία», συνδέει την Ελένη με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού (Hist. Eccl 10, 7-8). Όπως και να έχει, τόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και η Καθολική έχουν εγκολπωθεί τη σχετική παράδοση, η οποία ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (η Ελένη πέθανε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα).

Αφού ολοκλήρωσε το ταξίδι της στην Ανατολή, η Ελένη εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια. Εκεί απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών έχοντας στο πλευρό της το γιο της Κωνσταντίνο, όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος (VC, 3.46). Το γεγονός ότι από τις αρχές του 329 σταματάει απότομα η κοπή νομισμάτων με τη μορφή της, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της επήλθε στα τέλη του 328 ή στις αρχές του 329. Ενταφιάστηκε με βασιλικές τιμές στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας. Αργότερα, το σώμα της μεταφέρθηκε στις κατακόμβες Πέτρου και Μαρκελλίνου. Η πορφυρή σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού.

Η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία και ισαπόστολο. Η μνήμη της εορτάζεται από τους Ορθοδόξους, μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, στις 21 Μαΐου (την ίδια μέρα η μνήμη της εορτάζεται και από την Λουθηρανική εκκλησία), ενώ από τους Καθολικούς στις 18 Αυγούστου (η Καθολική Εκκλησία δεν έχει κατατάξει στους αγίους της τον Μέγα Κωνσταντίνο).

Απότμημα του ιερού λειψάνου της Αγίας Ελένης βρίσκεται στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης και στον ναό Saint-Leu-Saint-Gilles στο Παρίσι.[13][14]

Το μαυσωλείο της Αγίας Ελένης στη Ρώμη.

Η Αγία Ελένη στην τέχνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αγία Ελένη, έργο του Τσίμα ντα Κονελιάνο, 1495. 40 Χ 32 εκ., Εθνική Πινακοθήκη της Γουάσινγκτον, ΗΠΑ.

Στην αγιογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ελένη απεικονίζεται με πολυτελή αυτοκρατορικά ενδύματα, μαζί με το Μέγα Κωνσταντίνο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ο Τίμιος Σταυρός. Λίγες είναι οι εικόνες, όπου έχει αγιογραφηθεί μόνο η αγία Ελένη. Από τις σπανιότερες είναι μια φορητή εικόνα του 1500, όπου η αγία στέκεται δίπλα στον Εσταυρωμένο. Πιο πρόσφατα, τον 20ό αιώνα, εικόνα μόνο της αγίας Ελένης έχει αγιογραφήσει ο αγιορείτης μοναχός Μιχαήλ.

Στη δυτική τέχνη, η αγία Ελένη και πάλι παρουσιάζεται ντυμένη ως βασίλισσα, συνδέεται όμως μόνο με τον Σταυρό και όχι και με τον Κωνσταντίνο. Από τους γνωστότερους πίνακες ζωγραφικής είναι «Το όραμα της αγίας Ελένης» του Πάολο Βερονέζε (Paolo Veronese), φιλοτεχνημένος στα 1528.

Η αγία Ελένη στην ελληνική λαϊκή παράδοση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρά Ασία και Σινά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγία Ελένη, λόγω της μεγάλης φιλανθρωπικής δράσης που ανέλαβε και του έργου που επιτέλεσε στους Αγίους Τόπους και τη Μικρά Ασία, είναι ιδιαίτερα αγαπητή μεταξύ των χριστιανών. Ο ελληνικός λαός έχει συνδέσει πλήθος παραδόσεις με το όνομά της. Μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, θεωρούνται προστάτες των προσκυνητών στους Αγίους Τόπους. «Με τη βοήθεια του αγίου Κωνσταντίνου να πάτε και με την ευχή της αγίας Ελένης να γυρίσετε» έλεγε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός.

Στη Σύλλη Ικονίου της Μικράς Ασίας η Αγία Ελένη έκτισε ναό, ο οποίος διατηρείται μέχρι σήμερα. Στην Ιερά Μονή Όρους Σινά, η αγία Ελένη ανέγειρε παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγία και αμυντικό πύργο για την προστασία των μοναχών από επιθέσεις των νομάδων της περιοχής. Ο πύργος σώζεται μέχρι σήμερα και αποκαλείται «πύργος της αγίας Ελένης».

Αναστενάρια από την Ανατολική Θράκη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Αναστενάρια είναι έθιμο με κύριο χαρακτηριστικό την εκτέλεση πυροβασίας, δηλαδή βαδίσματος με γυμνά πόδια πάνω στρώμα πυρακτωμένων κάρβουνων. Είναι κατεξοχήν συνδεδεμένο με εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή της αγίας Ελένης (και του αγίου Κωνσταντίνου) και προέρχεται από τη Θράκη. Τα Αναστενάρια πραγματοποιούνται σε χωριά όπου κατοικούν Θρακιώτες πρόσφυγες όπως στη Μαυρολεύκη της Δράμας, στην Αγία Ελένη Σερρών, στην Κερκίνη Σερρών, στο Στρυμωνικό Σερρών, στον Λαγκαδά, στη Μελίκη Ημαθίας Ημαθίας.

Η πλειοψηφία των κατοίκων στα χωριά αυτά είναι απόγονοι θρακών προσφύγων. Οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη κατέφυγαν στη βο΄ρεια Ελλάδα έπειτα από τους τραγικούς διωγμούς της περιόδου 1914-1922, κατά τους οποίους διώχτηκαν βίαια από τα χωριά τους (όπως το χωριό Κωστί της Ανατολικής Θράκης). Οι πρόσφυγες έφεραν το έθιμο στις νέες τους πατρίδες και η παράδοσή τους το θέλει να συνδέεται με το εξής θαύμα: όταν οι Έλληνες διώκονταν από την Ανατολική Θράκη, το χωριό τους το Κωστί είχε πυρποληθεί και ο ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είχε παραδοθεί στις φλόγες. Οι κάτοικοι ήθελαν πάρα πολύ να πάρουν από τη φλεγόμενη εκκλησία την εφέστια εικόνα των αγίων, να την έχουν για στήριγμα και βοήθεια στις δύσκολες στιγμές που τους περίμεναν, αλλά η μεγάλη φωτιά που κατέστρεφε το ναό τους απέτρεπε. Όμως, κάποιος τόλμησε να διακινδυνεύσει τη ζωή του και να εισέλθει στο ναό. Τότε, μέσα στις φλόγες που κατέστρεφαν τα ιερά κειμήλια, είδε τους δυο αγίους να τον σκεπάζουν με τους μανδύες τους, να τον καθοδηγούν μέσα από τους πυκνούς καπνούς στο σημείο που βρισκόταν η παλαίφατη εικόνα τους και να τον οδηγούν και πάλι έξω. Έτσι, ο άνθρωπος αυτός πέρασε μέσα από τη φωτιά με ασφάλεια και έβγαλε έξω την εικόνα, την οποία οι φλόγες δεν είχαν αγγίξει. Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού του θαύματος, κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου, τελούνται τα Αναστενάρια. Το έθιμο αυτό σχετίζεται με αρχαίες διονυσιακές τελετές.[15]

Σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας, διηγούνται στις τοπικές τους ιστορίες ότι η Αγία πέρασε και ευλόγησε τα μέρη τους ιδρύοντας εκκλησίες είτε πηγαίνοντας προς τα Ιεροσόλυμα είτε επιστρέφοντας. Η Ρόδος, η Κάλυμνος, η Τήλος, το Καστελόριζο (όπου με τον άγιο Κωνσταντίνο είναι οι πολιούχοι του νησιού), η Νάξος, η Πάρος είναι μερικά μόνο από τα ελληνικά νησιά που επαίρονται ότι φιλοξένησαν την Ελένη.

Στην Πάρο, η Αγία Ελένη προσευχήθηκε να την αξιώσει η Παναγία να βρει το Σταυρό και έταξε να χτίσει ναό στο όνομά Της. Αργότερα, εκπλήρωσε το τάμα της και έχτισε το ναό που σήμερα επονομάζεται Παναγία η Εκατονταπυλιανή. Το σωζόμενο κτίσμα είναι έργο της εποχής του Ιουστινιανού, όμως κατά τις αναστηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1960, με την επίβλεψη του ακαδημαϊκού Αναστάσιου Ορλάνδου, αποδείχτηκε ότι η παράδοση ήταν σωστή: του ιουστινιάνειου ναού προϋπήρχε μια ξυλόστεγη βασιλική της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Σύμφωνα με το «Χρονικό» του Λεόντιου Μαχαιρά, στο χωριό Μαρί της Κύπρου αποβιβάστηκε η Ελένη, γι’ αυτό και ο ποταμός που υπάρχει εκεί ονομάστηκε Βασιλοπόταμος.

Η παράδοση λέει ότι η Κύπρος μαστιζόταν από πολλά χρόνια ανομβρίας. Η ξηρασία την είχε ερημώσει, οι κάτοικοι είχαν φύγει και όσοι απόμειναν βασανίζονταν από πείνα, δίψα κι από τα δηλητηριώδη φίδια που είχαν κατακλύσει το νησί. Η αγία Ελένη προσευχήθηκε και τότε άνοιξαν οι ουρανοί. Καταρρακτώδεις βροχές πότισαν τη διψασμένη γη και για πρώτη φορά, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, εμφανίστηκε ουράνιο τόξο στον ουρανό. Γι’ αυτό και το ουράνιο τόξο αποκαλείται από τον κυπριακό λαό «ζωνάρι της Αγίας Ελένης».

Άλλη παράδοση της Κύπρου αναφέρει ότι η αγία Ελένη παγίδευσε σε ένα λάκκο 40 διαβόλους και από πάνω έχτισε ένα εκκλησάκι αφιερωμένο σε εκείνη και στον άγιο Κωνσταντίνο. Το λαό δε φαίνεται να απασχολεί το αντιφατικό στοιχείο ότι κανείς δε χτίζει εκκλησία αφιερωμένη στο όνομά του. Έτσι, οι διάβολοι παραμένουν εκεί μέχρι σήμερα, γιατί η χάρη της αγίας δεν τους αφήνει να φύγουν.

Στην Κύπρο, η αγία ίδρυσε σύμφωνα με την παράδοση τρία μοναστήρια: την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη, όπου άφησε τμήμα του Τιμίου Σταυρού, το σταυρό του καλού ληστή και ένα από τα καρφιά της Σταύρωσης. Το μοναστήρι βρίσκεται 9 χλμ. δυτικά του δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού, σε υψόμετρο 750 μέτρων και όλο το βουνό ονομάστηκε Σταυροβούνι από το Τίμιο Ξύλο που φιλοξενείται σε αυτό. Το μοναστήρι προς τιμήν της Ελένης ονομάζεται και «Βασιλομονάστηρο».

Η δεύτερη μονή είναι η μονή Τιμίου Σταυρού Ομόδους λίγο έξω από το χωριό Όμοδος (ετυμολογείται από το λατινικό “Homodeus”, το σπίτι του Θεού). Η μονή υπήρχε ήδη όταν έφτασε στην Κύπρο η Ελένη, αλλά άφησε κομμάτι από τον ιερό Κάνναβο (το σχοινί με το οποίο είχαν δέσει το Χριστό πάνω στο Σταυρό) και έτσι συνδέθηκε με το όνομά της. Την πληροφορία αυτή μας δίνει ο χρονογράφος Κυπριανός και είναι η μόνη που έχουμε για το πρώτο χτίσιμο της μονής.

Τέλος, στη νότια πλευρά του όρους Πενταδάκτυλου βρίσκεται το παλαίφατο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, που αποκαλείται και «Μονή της αγίας Ελένης».

Γιατί η αγία Ελένη δε γιορτάζεται ποτέ μόνη της: Στα Πεζά Πεδιάδος, στην Κρήτη, τη Μεγάλη Παρασκευή οι γυναίκες τραγουδούν ένα αριστουργηματικό «Μοιρολόι» της Παναγιάς. Σε αυτό, τα δύο θεία πρόσωπα, η Παναγία και ο Χριστός, διεξάγουν ένα διάλογο, ο οποίος συγκλονίζει με την ανθρωπιά του. Όταν αντικρίζει το Γιο Της στο σταυρό, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ευαγγελική περικοπή ή σχετική πατερική διδαχή, η Παναγία θέλει απεγνωσμένα να αυτοκτονήσει. Όμως ο Εσταυρωμένος Την αποτρέπει από την απελπισμένη πράξη: Αν αυτοκτονήσει η Παναγία, το ίδιο θα πράττουν και οι υπόλοιπες απορφανεμένες μητέρες. Πρέπει να δείξει υπομονή και κουράγιο, για να αντλούν θάρρος και παρηγοριά και οι άλλες μάνες που στο πέρασμα των αιώνων θα χάνουν τα παιδιά τους. Έτσι, η Παναγία επιστρέφει σπίτι της και με τις γειτόνισσές της στρώνει το τραπέζι «της παρηγοριάς». Εκείνη τη στιγμή περνάει από το σπίτι και η αγία Ελένη: « Κι η Αγιά Ελένη πέρασε από το παραθύρι:/ - «Ποιος είδε γιον εις το Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»/ - Άψαλτη κι αλειτούργητη νά’σαι Αγιά Ελένη,/που δεν επαρηγόρησες τη μάνα την καημένη». Επειδή λοιπόν η Ελένη φάνηκε σκληρή και χλεύασε την Παναγία, τη στιγμή που Εκείνη θρηνούσε, δεν έχει εκκλησίες στο όνομά της, ούτε γιορτάζεται ποτέ μόνη της. Ο λαός και πάλι αδιαφορεί για το γεγονός ότι η αγία Ελένη έζησε περίπου 300 χρόνια μετά από τη Σταύρωση. Με ένα απλοϊκό μύθο, θέλει να εξηγήσει το «αξιοπερίεργο» ότι μια αγία δεν έχει αποκλειστικά δική της γιορτή.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ο μυρωδάτος και χιλιοτραγουδισμένος βασιλικός, το πολυαγαπημένο φυτό του ελληνικού λαού, συνδέεται με την Ελένη. Όταν η αγία είχε φτάσει στα Ιεροσόλυμα, δεν ήξερε πού να σκάψει για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Καθώς βάδιζε προβληματισμένη, μύρισε ένα υπέροχο άρωμα. Ψάχνοντας να δει από πού προέρχεται η εξαίσια ευωδιά, εντόπισε ένα μέρος όπου ήταν γεμάτο από πράσινους θάμνους, αυτοί ήταν που μύριζαν τόσο όμορφα. Τότε κατάλαβε ότι έπρεπε να σκάψει σε αυτό το σημείο και εκεί, κάτω από τη ρίζα του εύοσμου φυτού βρήκε το Σταυρό του Χριστού. Από τότε το ταπεινό αυτό φυτό ονομάστηκε «βασιλικός», επειδή φύτρωσε στο σημείο που σταυρώθηκε ο «Βασιλιάς του κόσμου» και επειδή οδήγησε τη Βασίλισσα να βρει το ιερό κειμήλιο.

  1. Pashons ονομάζεται ο ένατος μήνας του Κοπτικού ημερολογίου, ο οποίος αντιστοιχεί στην περίοδο 9 Μαΐου με 7 Ιουνίου του Γρηγοριανού ημερολογίου. Η 9η Pashons είναι η 17 Μαΐου του Γρηγοριανού ημερολογίου, και η 7 Απριλίου του Ιουλιανού ημερολογίου
  1. 1,0 1,1 Lieu and Montserrat, 49.
  2. Inscriptiones Latinae Selectae 2776, cited in Barnes, "New Empire," 36.
  3. Paul Stephenson, Constantine, Roman Emperor, Christian Victor, 2010:126f.:130.
  4. Hieronymus, Chronica, s.a. 292, p. 226, 4 and s.a. 306, p. 228, 23/4, cited in Lieu and Montserrat, 49.
  5. Drijvers, Helena Augusta, 17–19.
  6. Barnes, New Empire, 36.
  7. Barnes, CE, 3, 39–42; Elliott, Christianity of Constantine, 17; Odahl, 15; Pohlsander, "Constantine I"; Southern, 169, 341.
  8. Barnes, CE, 3; Barnes, New Empire, 39–42; Elliott, "Constantine's Conversion," 425–6; Elliott, "Eusebian Frauds," 163; Elliott, Christianity of Constantine, 17; Jones, 13–14; Lenski, "Reign of Constantine" (CC), 59; Odahl, 16; Pohlsander, Emperor Constantine, 14; Rodgers, 238; Wright, 495, 507.
  9. Barnes, CE, 3.
  10. Barnes, CE, 8–9.
  11. Origo 1; Victor, Caes. 39.24f; Eutropius, Brev. 9.22.1; Epitome 39.2; Pan. Lat. 10(2).11.4, cited in Barnes, CE, 288 n.55.
  12. Aya Elenia Kilisesi
  13. Pierre Chavot, Églises de Paris, Arthaud, 2002, p. 25
  14. «Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης - Ενοριακοί Ναοί». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2018. 
  15. Ελένη Μπολιάκη, Το διονυσιακό (;) αναστενάρι. Ερμηνείες και παρερμηνείες, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2011, ISBN 9789601642000

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]